- αβδελλιάζω
- [αβδέλλα]1. γεμίζω βδέλλες«το νερό αβδέλλιασε»2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
αβδελλιαστός — ή, ό [αβδελλιάζω] αυτός που έχει συνδεθεί με οδόντωση ή κάποιο παρόμοιο τρόπο … Dictionary of Greek
ξεβδελλιάζω — και ξαβδελλιάζω 1. αφαιρώ τις βδέλλες 2. θεραπεύω τη νόσο τών προβάτων διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βδελλιάζω / αβδελλιάζω] … Dictionary of Greek